κοπτούρα

κοπτούρα
κοπτούρα, ἡ (Α)
γουδί για κοπάνισμα σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για παραλλαγμένο τ. ενός αμάρτυρου *κόπτρα (< κόπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπτουργία — και κοπτουρία, ἡ (Α) πάπ. 1. η παρασκευή πιτών από σησάμι 2. το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + ουργία (< ουργός < ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • κόπτρα — κόπτρα, τὰ (Α) [κόπτω] η αμοιβή για το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα* …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”